- ἐπιχειρημάτων
- ἐπιχείρημαundertakingneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιχειρηματολογία — η η χρησιμοποίηση επιχειρημάτων στη συζήτηση, το σύνολο τών επιχειρημάτων που προβάλλονται για υποστήριξη μιας απόψεως («πλούσια, πειστική, αβάσιμη κ.λπ. επιχειρηματολογία»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
σκεπτικισμός — (και κατά τους αρχαίους Έλληνες απλώς σκέψις). Η σκεπτική σχολή, που ιδρύθηκε από τον Πύρρωνα τον Ηλείο τον 4o αι. π.Χ., είναι μια από τις σημαντικότερες τάσεις της ελληνιστικής φιλοσοφίας, μαζί με τον επικουρισμό και το στωικισμό. Σκέψη, στην… … Dictionary of Greek
ανασκευή — η απόκρουση, ανατροπή ανακριβών επιχειρημάτων, κατηγοριών κτλ.: Η ανασκευή των επιχειρημάτων του κατήγορού του ήταν μάλλον εύκολη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιχειρηματολογία — η η χρησιμοποίηση επιχειρημάτων σε συζήτηση ή το σύνολο των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Минукиан — (Μινουκιανός) греческий ритор из Афин, жил при императоре Галлиене и написал теорию риторики ( Τέχνη ρητορική ) и Προγυμνάσματα , к которым Менандр составил комментарий. Сохранилось его сочинение о силлогизмах Περί έπιχειρημάτων (изд. Walz ем в… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ИОАНН ФИЛОПОН — ИОАНН ФИЛОПОН (Ἰωάννης ὁ Φιλόπονος, или Иоанн Грамматик, что свидетельствует о том, что он не был профессиональным преподавателем философии; ок. 490 570), греческий философ, совмещавший вышколенную ученость Александрийской школы неоплатонизма … Античная философия
αεροπιάνομαι — 1. προσβάλλομαι από ψυχρό ρεύμα αέρα, από το οποίο παθαίνω δυσκαμψία, «πιάνεται» κάποιο μέλος τού σώματός μου 2. πιάνομαι από τον αέρα, προσπαθώ να κρατηθώ από κάτι μη στερεό 3. στερούμαι επιχειρημάτων, δεν έχω σταθερή βάση για τα λεγόμενά μου … Dictionary of Greek
αμφιβολία — Κατάσταση αντίθετη προς τη βεβαιότητα, που εκδηλώνεται ως αναστολή της κρίσης. Όταν η α. θεωρείται αναγκαίο παρακολούθημα κάθε έρευνας που στηρίζεται στη διάγνωση της αναξιοπιστίας των μαρτυριών των αισθήσεων και των λειτουργιών του λογικού,… … Dictionary of Greek
αναίρεση — (Νομ.).Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην ακύρωση των αποφάσεων των τακτικών δικαστηρίων ή άλλων δικαιοδοτικών οργάνων εξαιτίας ανακριβούς εφαρμογής του νόμου και η οποία ασκείται ενώπιον ανωτάτων δικαστηρίων. Το ένδικο μέσο της α. προσφέρεται και σε … Dictionary of Greek
αντίκρουση — η (Α ἀντίκρουσις) νεοελλ. 1. απόκρουση, αντεπίθεση 2. ανασκευή, αναίρεση επιχειρημάτων αρχ. 1. αιφνίδια αντίσταση 2. εμπόδιο 3. (αμφίβολη σημασία) εύστοχη απάντηση … Dictionary of Greek